προσδιορισμός

προσδιορισμός
ο
1) определение, установление;

προσδιορισμός του στόχου — определение цели;

2) назначение, установление (цен и т. п.);
3) грам, определение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προσδιορισμός" в других словарях:

  • προσδιορισμός — further definition masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμός — ο 1. καθορισμός, ορισμός: Στη μικροβιολογική εξέταση γίνεται προσδιορισμός των παθογόνων στοιχείων. 2. όρος της πρότασης που καθορίζει ή συμπληρώνει την έννοια άλλου όρου: Ονοματικός προσδιορισμός. – Eμπρόθετος προσδιορισμός. – Eπιρρηματικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσδιορισμός — ο, ΝΜΑ [προσδιορίζω] νεοελλ. 1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός τής αύξησης τών ενοικίων») 2. όρος τής πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το… …   Dictionary of Greek

  • εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • προσδιορισμοῖς — προσδιορισμός further definition masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμοί — προσδιορισμός further definition masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμοῦ — προσδιορισμός further definition masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμούς — προσδιορισμός further definition masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμῶν — προσδιορισμός further definition masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμῷ — προσδιορισμός further definition masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμόν — προσδιορισμός further definition masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»